Αποφάσεις διακοπών
Κάποιες φορές αισθάνομαι πως η γενιά μου, αυτή του MTV, που μεγάλωσε με κάποια παγκοσμιοποιημένα πρότυπα και ιδεώδη είναι η πιο άτυχη. Εγωιστικό διαβάζεται αν σκεφτεί κανείς τους αγώνες και τους πολέμους των περασμένων. Πριν καλά-καλά γίνουμε υπερκαταναλωτικά άτομα στο κατόπι του ξενόφερτου ονείρου του γιάπη (λες και το ελληνικό για μια θέση στο δημόσιο είχε εκλείψει), μας χτύπησε αλύπητα η κρίση. Το απωθημένο της μεσαίας τάξης και της αγροτιάς, από όπου και κατάγομαι, μπορεί να συνοψιστεί στο κοινότυπο μάθε παιδί μου γράμματα (… να γίνεις μεγάλος και τρανός). Χρειάζονται οι σπουδές στον γιάπη και παρόλο που δεν υπήρξα κολεγιόπαιδο, μετείχα μιας κάποιας παιδείας – εισιτήριο αστυφιλίας, όπως οι συνομήλικοί μου. Σήμερα, ποιες καριέρες να στηρίξουν τ’όνειρο και ποια υποδομή να βγάλει το εισιτήριο της αποκέντρωσης; Επιστρέφοντας στα ξενόφερτα πρότυπα των 8500 και πλέον κινηματογραφικών ταινιών – Χολυγουντιανών στην πλειοψηφία τους – που έλαχε να έχω δει όλα αυτά τα χρόνια, κάθε ταινία που χρονικά αγγίζει την πρωτοχρονιά, παρουσιάζει δραματουργικά ή ανάλαφρα τις λεγόμενες New Year’s resolutions ή τις αποφάσεις για τον νέο χρόνο στα μέρη μας.
Γιατί δεν ξέρω, αλλά με την νέα χρονιά ή τα γενέθλια, ποτέ δεν έπαιρνα αποφάσεις – απλά γιατί πέρασε ένας χρόνος. Ότι απόφαση κι αν πήρα ποτέ, την πήρα γιατί χωνέψαμε, εγώ και χρόνος, μια κάποια εμπειρία σπουδαία. Θες γιατί κάτι έγινε ευχάριστο, θες γιατί κάτι δυσάρεστο έζησα, μετά από κάποιο σημαντικό ή ασήμαντο γεγονός, καθόμουν πάντα να αξιολογήσω την εμπειρία και αν το έφτανε ο νους μου, να την αξιοποιήσω. Να κάνω το πάθημα μάθημα κατά την λαϊκή σοφία ή οδηγό κατά το δικό μου το ξεροκέφαλο.
Αν με ρώταγε κανείς πριν μια βδομάδα για τις πιο πρόσφατες διακοπές που είχα κάνει, θα απάνταγα πως ήταν το 2005. Τότε, σε έναν τόπο άγριο είχα βρεθεί και η ερημιά και τα άγρια θηρία που απάντησα κάτω από της Ήρας το γάλα(ξία), κάπως μες το ξεροκέφαλο, γινήκαν βάση για να αποκτήσω την πρώτη μου ορχιδέα. Απόφαση διακοπών ή αψυχολόγητο καπρίτσιο υποσυνείδητο, γυρνώντας τότε, πήρα την πρώτη μου ορχιδέα, να κοσμεί το περβάζι του παραθύρου. Για το γραφείο στην εταιρία που τότε δούλευα ούτε λόγος, άνθρωποι μαραίνονταν στα γραφεία δίπλα μου, δεν θα διακυνδύνευα να μαραθεί η ορχιδέα μου – μα τώρα σοφότερος, αναγνωρίζω πως μαραινόνταν οι ψυχές των και ο πολύς ο κόσμος λέει πως τα φυτά ψυχή δεν έχουν. Μπορεί και ασφαλές να ήταν το περιβάλλον του γραφείου για τα άνθη.
Ψυχή και σώμα μαραινόταν ο πατέρας μου σε νοσοκομείο και έλειψα και τότε το 2012, μα διακοπές δεν ξέρω αν το νοσοκομείο και η παρηγοριά στον άρρωστο μπορούν να χαρακτηριστούν. Όπως και να ‘χει, μια ορχιδέα τότε πήγα για διάκοσμο και απόφαση πήρα μετά… σαν θυμήθηκα λόγια – μπερδεμένα από την κούραση – για ορχιδέων καλλιέργεια και εμπόριο να μιλούν. Άνοιξα το κατάστημα.
Διακοπές μπορεί να μην πήγα ή έκανα, αλλά ίσως που το σχολειό κλείνει, ίσως που στις εκκλησιές πάμε, τις άγιες μέρες διακοπές τις λέμε. Τρεις χρονιάρες συνέβηκε και συκοφάντες όρθωσαν ανάστημα. Από εκπαιδευτικά ιδρύματα μεγάλα δεν πέρασα και δεν ξέρω αν ο συκοφάντης τελικά… τα σύκα έδειχνε για να φάνε και άλλοι ή αν τον τυχερό που τα κατείχε απεκάλυπτε, του χωριού το φωνάζει ο κλέφτης ξέρω. Τη μια γιορτή απάνταγα, να προφυλάξω όσο μπορώ κοίταζα το όνομα, μη βγει και είναι χειρότερο από ματιού χαμό έχω ακούσει. Την δεύτερη σε δικηγόρους έτρεχα μα συνέπειες σκεφτόμουν, του πατέρα τα λόγια στο νου φέρνοντας που μου ‘λεγαν καλύτερα ένας έξυπνος εχθρός παρά ένας βλάκας φίλος. Των εχθρών μου τα συμφέροντα, μετά των νομικών τα λόγια ζύγισα και για μια ορχιδέα να καταστρέφονται άνθρωποι δεν το θεώρησα σωστό, απ’ το δικό μου το χέρι, ας είχα και το δίκιο με το μέρος μου και δεν απάντησα. Τρίτη όπως όλα τα κακά και ακόμη χειρότερα, διάβασα να γράφουν και πάλι σε Χριστουγέννων μέρες. Δεν απάντησα, μόνο άφησα να περάσει ο καιρός και έστειλα μήνυμα μήπως και από ύπαρξη φιλότιμου παρθεί ο κακός ο λόγος πίσω, άσκοπα – πάλι καλά που δεν το έγραψα σε χαρτί, να λογαριάζω πόσο από του δέντρου το κλαδί εξαφανίστηκε μαζί με το φιλότιμο.
Στις σχολές τις γιάπικες μιλούν για πελατιακών σχέσεων διαχείριση, μα για να μην χτυπά άσχημο και βάζει ο νους του ανθρώπου το υστερόβουλο – το κέρδος, customer relations management το προσφωνούν και χαίρονται αμφότεροι εταίροι και πελάτες την μεταξύ τους σχέση. Αν έβγαζα συμπέρασμα περί κοινωνικών δικτύων ευκαιριών και των σχολών τα μαθήματα για του πελάτη την ικανοποίηση… το να μιλάς στον πελάτη θα έλεγα είναι το πρόσφορο – μα με τον πελάτη μίλαγα και στις προθέσεις της γραμματικής, διαφορές μεγάλες βρίσκονται σαν στων ανθρώπων τις προθέσεις. Άλλοι μιλώντας μαζί τους χάρηκαν και άλλοι δυσαρεστήθηκαν, κατά το πως του καθενός η προσωπικότητα ερμηνεύει την πραγματικότητα. Χρήματα κι αν δεν έβγαλα, πλούτισα γνωρίζοντας Ανθρώπους που μεταλλάχτηκαν από πελάτες σε φίλους. Μέχρι που και για διακοπές οι χαρούμενοι με κάλεσαν και γυρνώντας πίσω με αλλαγμένη θέα, δεν ξέρω τι απόφαση να βγάλω. Βλέπεις τις διακοπές τα τιμολόγια σεβάστηκαν, μα το γραμματοκιβώτιο περίμενε ρουφιάνος έτοιμος, να τα ξεράσει όλα.
Του Γουτεμβέργιου πολυσέλιδο συλλέκτη δεν ξέρω αν μπορώ να γεμίσω με τις λειψές μου γνώσεις – μιας και για κάτι τέτοιο, πρέπει κανείς να γράφει και να σκέφτεται… με τις πενήντα αποχρώσεις του γκρίζου. Ξεροκέφαλος και απόλυτος, του δυαδικού τους απόλυτους άσους και τα μηδενικά… κάπως τα καταφέρνω. Απόφαση πήρα να γράφω ιστορίες, μήπως και σταματήσουν να θέλουν οι άνθρωποι να ψοφήσει η ορχιδέα του γείτονα – μαζί με την κατσίκα. Μήπως και η θέα γίνει αδιάκοπη.